- ἀειβρυής
- ἀει-βρυής, ές, ([etym.] βρύω)A ever-sprouting, Nic.Th.848.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αειβρυής — ἀειβρυής, ές (Α) (Μ ἀείβρυτος, ον) αυτός που διαρκώς αναβρύει, που βγάζει συνεχώς μπουμπούκια, βλαστούς κ. λ. π … Dictionary of Greek
ἀειβρυές — ἀειβρυής ever sprouting masc/fem voc sg ἀειβρυής ever sprouting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αείβρυτος — ἀείβρυτος, ον (Μ) βλ. αειβρυής … Dictionary of Greek